ἐγκληματικῶν

ἐγκληματικῶν
ἐγκληματικός
liable to cause disputes
fem gen pl
ἐγκληματικός
liable to cause disputes
masc/neut gen pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • виновьныи — (14) пр. 1.Виновный в чем л.; являющийся причиной чего л.: аще ли они намъ тако же пакостѩть. мы бываѥмъ пакости тѣхъ виновни и грѣхъ на насъ въстѣкаѥть. (αἴτιοι) ПНЧ 1296, 23 об.; тѣмь оубо злыи свѣстию. ѡц҃а сво||ѥго быти б҃а гл҃ть. ничто же… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ανθρωπολογία — Επιστήμη που εξετάζει τον άνθρωπο στο σύνολο των σωματικών χαρακτηριστικών του και των εκδηλώσεων της διανοητικότητάς του· όπως την όρισε o Μπιφόν, είναι η φυσική ιστορία του ανθρώπινου γένους. Η α. μελετά τον άνθρωπο –στο παρελθόν και στο παρόν …   Dictionary of Greek

  • εγκληματογραφία — η περιγραφή και κατάταξη τών εγκληματικών πράξεων …   Dictionary of Greek

  • μαφία — (Mafia). Δίκτυο παράνομων εγκληματικών οργανώσεων, σικελικής προέλευσης. Η ετυμολογία της λέξης μ. είναι αβέβαιη· πιθανολογείται ότι προέρχεται από την αραβική λέξη μέχια = καυχησιολογία, η οποία σημαίνει στην κυριολεξία νταηλίκι, κομπασμός. Όπως …   Dictionary of Greek

  • Καλιόστρο, Αλεσάντρο, κόμης του- — (Alessandro conte di Cagliostro, Παλέρμο 1743 – Σαν Λέο 1795). Ψευδώνυμο του Ιταλού τυχοδιώκτη Τζουζέπε Μπάλσαμο. Σε νεαρή ηλικία μπήκε σε μοναστήρι (1758) απ’ όπου γρήγορα αναγκάστηκε να δραπετεύσει εξαιτίας ορισμένων εγκληματικών πράξεών του.… …   Dictionary of Greek

  • Ουγγαρία — Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Β με τη Σλοβακία, ΒΑ με την Ουκρανία, Α με τη Ρουμανία, Ν με τη Σερβία Μαυροβούνιο, την Κροατία και τη Σλοβενία και Δ με την Αυστρία.Τα σύνορα τους O. καθορίστηκαν με τη συνθήκη του Τριανόν (1920), μετά τον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”